- συναπέβησαν
- συναποβαίνωdisembark together withaor ind act 3rd plσυναποβαίνωdisembark together withaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποβαίνω — Α 1. αποβιβάζομαι στην ξηρά μαζί με άλλον («συναπέβησαν... καὶ ἀπὸ... νεῶν ἄνδρες», Ηρόδ.) 2. απομακρύνομαι από κάτι μαζί με άλλον («συναποβαίνοντες τῆς γῆς», Φιλόστρ.) 3. κατεβαίνω από κάτι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek